- τιμαριούχος
- ο , η , τιμαριώτης ο ист. феодал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιμαριούχος — ο, Ν ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
τιμαριούχος — ο αυτός που έχει τιμάριο, φεουδάρχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίζιος — λίζιος, ία, ον (Μ) 1. (το αρσ. συν. με τα ουσ. άνθρωπος, καβαλάρης, φλαμουριάρης ή μόνο του ως ουσ.) υποτελής τιμαριούχος 2. μτφ. υπόδουλος το αρσ. ως ουσ. ὁ λίζιος ακόλουθος, υπασπιστής 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιζία η σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ… … Dictionary of Greek
Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν — (Godfrey de Bouillon, 1060 – 1100). Αρχηγός της A’ Σταυροφορίας και τιμαριούχος του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’. Πολέμησε στο πλευρό του αυτοκράτορα εναντίον του πάπα Γρηγορίου Z’ και αγωνίστηκε για την κατάληψη της Ρώμης (1084). Κατατάχτηκε από τους… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
κεφαλάς — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ … Dictionary of Greek
ρατζά — και ρατζάς και ραγιάς, ο, Ν 1. ο βασιλιάς στις ινδουιστικές χώρες 2. ο μουσουλμάνος τιμαριούχος τών Μογγόλων αυτοκρατόρων 3. (κατά τη βρεταν. κατοχή τής Ινδίας) μέγας υποτελής τού Στέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. τής γλώσσ. Χίντι raja < αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
τιμαριώτης — ο, Ν 1. τιμαριούχος 2. κάτοχος τιμαρίου υποχρεωμένος να καταβάλλει χρηματικά ποσά στην κεντρική εξουσία προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό ή την ανανέωση τής θέσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + ώτης (πρβλ. στρατι ώτης). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
τριτημόριος — α, ο / τριτημόριος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α 1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου 2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν) α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου β) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνου μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek
φεουδάρχης — ο, Ν κάτοχος φέουδου, τιμαρίου, τιμαριούχος, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέουδο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Α. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek